- παράτρητοι
- παράτρητοςpierced at the sidemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TIBIA — I. TIBIA Phrygia, in universum sic dicta, Suidas: Τιβία. Φρυγία ὅλη. Vide Palmer. p. 575. II. TIBIA instrumentum maxime ὀργιαςικὸν καὶ παθητικὸν, Atistoteli in Politicis, et Appuleio Miles. l. 5. qui proin, uti loqui de cithara, canere de choro,… … Hofmann J. Lexicon universale
παράτρητος — ον, Α 1. τρυπημένος στα πλάγια, διάτρητος κατά τα πλάγια («αὐλοὶ παράτρητοι», Πολυδ.) 2. φρ. α) «παράτρητος αὐλίσκος» μικρός σωλήνας, σύριγγα για ενέσεις φαρμάκων β) «παράτρητος πόρος» πόρος, οπή ανοιγμένη στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek